Новогреческий словарь
παράσειο
παράσειο
το
вымпел
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вымпел
? —
παράσειο
как с
(ново)греческого
переводится слово
παράσειο
? — вымпел
#
(ново)греческий словарь
—
χαροκοπώ
—
αμμωνιούχος
—
χαζοφέρνω
—
ανεμοφλογισμένος
—
εξουσία
—
οξυντικός
—
ψαρογένης
—
μοσχάτο
—
σόϊ
—
ήμισυ
—
πολεμοχαρής
—
μεσόφρυδο
—
ξεκίνημός
—
δίμηνος
—
ψαλιδόγλωσσος
—
μελετητής
—
κασσιέρης
—
εξάμβλωση
—
αποβρασμός
—
αμματίζω
—
ελεήτρια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве