|
το (чаще мн.ч. ) 1) обувь; ανδρικά ~ήματα — мужская обувь; γυναικεία ~ήματα — женская обувь; παιδικά ~ήματα — детская обувь; λαστιχένια ~ήματα — резиновая обувь; 2) сапоги #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обувь? — υπόδημα как на (ново)греческом будет слово сапоги? — υπόδημα как с (ново)греческого переводится слово υπόδημα? — обувь, сапоги — ξεδιπλώνω — κατακρύπτω — κιβώριο — ζοριλίκι — τραγικοκωμωδία — εναποθηκευτής — πλωτός — αποπατω — αποσχών — ώ — τσιγαριλίκι — θαλασσοποίησις — ιπποφάγος — ελλαδικός — μεταλλουργική — αμφιφανής — μυθιστοριογράφος — τουρκικά — καταπολέμηση — ισοβαθής — βιβλιογνωσία |
|||