|
1) солёный; 2) соляной #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово солёный? — αλάτινος как на (ново)греческом будет слово соляной? — αλάτινος как с (ново)греческого переводится слово αλάτινος? — солёный, соляной — εκβάθυνση — νερουλός — προανάκριση — εξεικονισμός — εκτρέπω — ταχύπνοια — υαλότοιχος — δισυπόστατο — ψηκτροποιός — διεκδίκηση — συνομολογώ — νεογνολόγος — ταχύπους — συνίσταμαι — γαλλοπούλα — τοπικιστικός — χονδρίνη — μολυβδασφάλεια — φεμινιστής — ατμήρης — κοσμία |
|||