Новогреческий словарь
αβλεπτώ
αβλεπτώ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αβλεπτώ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ξανοσταίνω
—
γαϊτανοφρυδάτος
—
ρεμπελιό
—
στουφλέκα
—
ετεροκλινής
—
έκχυση
—
ψυχανεμίζομαι
—
ακριβοκάμαρα
—
πισσόστρωση
—
μεροληπτικός
—
εφημεριδοποιός
—
χολοκυστογραφία
—
βουρδουλιά
—
δεκεμβριανός
—
σπορικό
—
σπασίκλας
—
πολιτισμένος
—
χονδρέμπορας
—
ξεμαλλιάζομαι
—
διασφήνωσις
—
χρυσή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве