|
η 1) мантия (судейская); 2) ист. тога #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мантия? — τήβεννος как на (ново)греческом будет слово тога? — τήβεννος как с (ново)греческого переводится слово τήβεννος? — мантия, тога — μυρρόλη — διαρκώ — εξαφριστήρας — ξεκουφαίνω — αντανακλομαι — ασκιάστος — προαυλισμός — δουλεμπορικός — τόσο — περιφραστικός — μονόλεφτος — πρασόπιτα — τοιχάκι — γομάρι — σκατούλα — καρροποιός — πομπιάζω — ιδεογραφίο — γραφολόγος — μετειδίκευση — εγωλάτρις |
|||