Новогреческий словарь
αλουπήσιος
αλουπήσι|ος
лисий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лисий
? —
αλουπήσιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλουπήσιος
? — лисий
#
(ново)греческий словарь
—
ξεχαρβάλωτος
—
αφωσιωμένος
—
καρβουνιάρικο
—
πυκνοκατοίκητος
—
εκβαθύνω
—
ανεμογραφία
—
εγγαστρώνω
—
αβεβαίωτος
—
ακέδρωτος
—
εγγλέζικος
—
ρουφώ
—
μικροσκόπιο
—
διαυγής
—
νεοσύλλεκτος
—
αδελφοξαδέλφια
—
ρομβικός
—
καταμόσχευση
—
θείτσα
—
ομωνυμία
—
αναγνωστικός
—
ανεξάσκητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве