Новогреческий словарь
απηγορευμένος
απηγορευμέν|ος
запретный, запрещённый
;
~η ζώνη — запретная зона
;
~ καρπός — запретный плод
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
запретный
? —
απηγορευμένος
как на
(ново)греческом
будет слово
запрещённый
? —
απηγορευμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
απηγορευμένος
? — запретный, запрещённый
#
(ново)греческий словарь
—
τραχειίτις
—
αντικαθίσταμαι
—
εκατοχρονίτης
—
ειδικεύω
—
τσιμπηματάκι
—
ακαρτέρευτος
—
εξορκιστικός
—
επικρεμώ
—
αμφίτομος
—
κασμάς
—
σγουροκέφαλος
—
ξεσκοτίζομαι
—
ψευδαργυρικός
—
γαλούχημα
—
αρχιγονία
—
απόμερο
—
λατρεία
—
ενενηκονταετής
—
τυχερό
—
σιδηροπωλειο
—
ξάναμμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве