|
ο унавоживание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово унавоживание? — κοπρισμός как с (ново)греческого переводится слово κοπρισμός? — унавоживание — εκλεκτικιστής — κύρ — ορθοπεδιστής — γδύνω — κάμαρη — συννεφώδης — φουχτώνω — σφηνώνω — κλαγγάζω — μορμόνος — ολοσχερώς — μακροδάκτυλος — διπλοπροσωπία — δεκατρείς — λαμπρός — ένωση — ανώμοτος — οινοπνευματομέτρηση — αναβραστός — εφτάγερος — απότις |
|||