|
η эл. индуктор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово индуктор? — διεγέρτρια как с (ново)греческого переводится слово διεγέρτρια? — индуктор — κεραμιδάς — λαοσωτήριος — καταματώνω — βίγλα — αὑαίνω — πανεράς — πασσαλείβω — αναβρυτήριο — παλιοσειρά — λευκάντρια — αλκοολούχος — μωρουδάκι — υπερπανσέληνος — συζητήτρια — αψείριστος — πεπονόσπορος — σκανδαλοθηρικός — δενδροφθορά — μολύνω — συγκρατημένος — περιστόμιο |
|||