|
малярийный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово малярийный? — ελειογενής как с (ново)греческого переводится слово ελειογενής? — малярийный — μυροφόρος — ναυλοτιμαριθμικός — έγκαψη — οποσηδήποτε — βραχύς — εξωνητικός — κατασπάζω — προγεφυρώμα — απόλιγος — λεγενόμπρικο — ωραιότατα — αντιδημοκρατικός — αμυγδαλογαλα — διαμορφωτικός — παρουσίαση — καλοκάγαθος — ευγενώς — αρτιπαγής — βουτυροπωλείο — αλληλοσφαγία — λαχανοπώλης |
|||