Новогреческий словарь
έκπτωτος
έκπτωτ|ος
лишённый
(должности, права и т. п.)
~ βασιλεύς — свергнутый король
;
~ από τού βαθμού του — лишённый чина
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лишённый
? —
έκπτωτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
έκπτωτος
? — лишённый
#
(ново)греческий словарь
—
εμπειριοκρατικός
—
γυμνασιακός
—
έθεσα
—
ζητιάνεμα
—
βεβηλωμένος
—
μιασμένος
—
ψηφοφόρος
—
αρνησίθρησκος
—
αποσμβουλεύω
—
ιδεοκρατικός
—
επιπλωτήρας
—
χαροπαλεύω
—
απροφύλακτος
—
ματιασμένος
—
χωρομετρικός
—
απώτατος
—
αντίποδες
—
γλαφυρός
—
αρχιφύλακας
—
φουκαράκος
—
αποστάλαγμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве