Новогреческий словарь
θεσμικός
θεσμικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
θεσμικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ψυκτικός
—
έμεση
—
ελαύνω
—
κατάτμησις
—
ψεύτρα
—
αδελφοπαίδι
—
κεφαλαιοκράτισσα
—
κρυφομουρμούρισμα
—
ένσημος
—
ρωποπωλείον
—
αποκεντρώσιμος
—
αγορίνα
—
διαβολομπαντιέρα
—
ρητινοσυλλέκτης
—
αχρωστικός
—
πρωτόγαμος
—
αραποσίτι
—
αλκοολούχος
—
πάτρων
—
λεβιθόχορτο
—
οστεομυελίτιδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве