Новогреческий словарь
κοριτσόπουλο
κοριτσόπουλο
το
девушка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
девушка
? —
κοριτσόπουλο
как с
(ново)греческого
переводится слово
κοριτσόπουλο
? — девушка
#
(ново)греческий словарь
—
πολυλογώ
—
ανασκησία
—
μονότονος
—
χρονοφωτογραφώ
—
διπλωματικός
—
τριβόλισμο
—
αχρειόγλωσσος
—
θύρσος
—
ολιγοφαγία
—
ψευδολόγημα
—
ξυλότοιχος
—
αυχένιος
—
αλέπτυντος
—
ουσιαστικός
—
μαυροκούκι
—
νευριάζω
—
μωρόσοφος
—
αυτενεργώ
—
αγκωναράκι
—
καρβουνιάρης
—
παλιοσειρά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве