Новогреческий словарь
ες
ες
см. εις;
ες αύριον τά σπουδαία — [phrase]отложим до завтра[/phrase]
;
ες αεί — навек, навеки, навсегда
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ες
? —
#
(ново)греческий словарь
—
οινολογικώς
—
πεταύρωμα
—
αιματόρροια
—
χασμουρώμαι
—
φλεβόκομβος
—
αχρωματωπία
—
παιδιαρίστνκος
—
φιλοδασικός
—
κάλος
—
σχολαρχείο
—
σκυροδετώ
—
γλυφούτσικος
—
προπερυσινός
—
απεργιακός
—
μήλι
—
ενανθρακώ
—
δευτερόπρυμα
—
γαλέντζα
—
αντιπαράθεση
—
φεργάδα
—
λεοντόκαρδος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве