Новогреческий словарь
ξύνομαι
ξύνομαι
чесаться
;
===
άϊ ξύσου! — [phrase]а ну, проваливай![/phrase]
;
αλί του πού δέν έχει νύχια νά ξυστεί — погов. [phrase]горе ваше(__,__) что без масла каша[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чесаться
? —
ξύνομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξύνομαι
? — чесаться
#
(ново)греческий словарь
—
ομπρελλοθήκη
—
ασκέπαστος
—
αρέλεγος
—
φτυάρι
—
εχθαίρω
—
φασκόμηλο
—
εθέμην
—
αδενικός
—
λογοπάθεια
—
αδικοβάζω
—
αποκεντρώνω
—
ακινητοποίητος
—
ουρανοθέμελος
—
καλοκαιράκι
—
επιστημονισμός
—
ζωοτροφώ
—
γλάστρα
—
σκορπισμένος
—
ερασιτεχνία
—
εμβρυουλκός
—
ακροβολώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве