|
табакорезальный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово табакорезальный? — καπνοκοπτικός как с (ново)греческого переводится слово καπνοκοπτικός? — табакорезальный — σπιρτάδα — χειρόκτιον — φιλεκπαιδευτικός — συζήτηση — χρεοφειλέτης — αλμευτής — αληθομανία — γυμνασιοκόριτσο — κυπρέϊκος — χοιρόδερμα — απομνημόνευση — ευθειακός — πατριώτης — πολυδακτυλία — απάλα — ενδέτης — ψ — υπερβόρειος — ιμάντας — πεισματάρικος — ηλεκτροστατικός |
|||