Новогреческий словарь
καταιγιστικός
καταιγιστικός
шквальный
;
~ά πυρά — шквальный огонь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шквальный
? —
καταιγιστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
καταιγιστικός
? — шквальный
#
(ново)греческий словарь
—
εκφύλισις
—
εντατικότητα
—
συγχροφασοτρόνιο
—
αρχειοφυλακείο
—
επερχόμενος
—
ασφαλτώδης
—
αστρέχα
—
επίπλασις
—
αδροκαμωμένος
—
αποτελειωτικός
—
αμυδρόφωτος
—
ρωμαντζ
—
αντιβηχικό
—
αργασμένος
—
κατοικητήριον
—
διαπρέπω
—
απρολόγιστος
—
επώνυμος
—
εκείθενες
—
αιχμηρός
—
αντικτύπημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве