Новогреческий словарь
κιονόκρανο
κιονόκρανο
το архит.
капитель
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
капитель
? —
κιονόκρανο
как с
(ново)греческого
переводится слово
κιονόκρανο
? — капитель
#
(ново)греческий словарь
—
αντιφέγγω
—
αποβιταμινωμένος
—
ορμίζομαι
—
πίλος
—
αγνάντια
—
αμμωνοειδή
—
εστιάτορας
—
πιατέλο
—
κάτω
—
γιόκας
—
ενεπίγραφος
—
βραχιονικός
—
άβουλα
—
μέγγενα
—
φιλοκτήμων
—
ψευδόδερμα
—
ανοικοδομικός
—
εκκολάπτω
—
αυγουλάτο
—
ασχημάδι
—
σοβάτισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве