|
герметически #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово герметически? — αεροστεγώς как с (ново)греческого переводится слово αεροστεγώς? — герметически — μονώνυχος — ανωφερειακός — κουλούρι — ενανθρακώ — συστοιχία — λειβαδοπέρδικα — ενήλιξ — εύτεκνος — ντεκρεσέντο — ελληνομάθεια — βαρέλι — μαρκήσα — πυγμαίος — δικολαβισμός — αναριώνω — φονικός — αδραχτιά — νταουλιέρης — μεταβίβαση — στειροχωρίζω — δυσόρατος |
|||