|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οδηγούμαι? — — ξετελειώνω — σκοταδιστής — ρομβικός — μανάρα — εκτοπίζω — αβυσσοπελάγιος — αφελής — νεκροφόρα — εξαιρέτως — οφιολάτρης — εκπλήσσω — διασκεδαστικότητα — ζυθοπωλείο — σταλακτός — κρεμώδης — ακμαίος — λαϊκίστικα — κασμήρι — βιος — φράγκο — εξώροφος |
|||