Новогреческий словарь
λιοκαμένος
λιοκαμέν|ος
загорелый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
загорелый
? —
λιοκαμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
λιοκαμένος
? — загорелый
#
(ново)греческий словарь
—
νυχοποδαράτος
—
δεματολογος
—
ενθάρρυνση
—
τελίτσες
—
αχολογή
—
χρονογραφία
—
ξύλο
—
μνηστευτικός
—
θεσμοδότημα
—
ενέχομαι
—
υποεπιτροπή
—
ανερέθιστος
—
πρόοδος
—
άπαρτος
—
μπουζί
—
διδακτορία
—
προκεχωρημένος
—
χειραφετημένος
—
ανιδρύω
—
κηπάριο
—
βοστρυχωτός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве