|
η брюнетка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово брюнетка? — μελοχροινή как с (ново)греческого переводится слово μελοχροινή? — брюнетка — παθητικό — ριπαίος — γελάω — ιχθυόκολλα — στάνταρ — παροργισμός — θεόμουρλος — αλγεινότης — γρουσούζης — εκγλυπτικός — τελεσίδικα — ακρισία — πεισματικός — παλιατζής — χωριάτικος — αλωπεκοειδή — χρησμοδοσία — αφομοιωτικότητα — εκφύλλισμός — εκριζωηκός — ενεστωτικός |
|||