Новогреческий словарь
πολωνέζικος
πολωνέζικ|ος
польский
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
польский
? —
πολωνέζικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πολωνέζικος
? — польский
#
(ново)греческий словарь
—
ακροκέραμο
—
αφλούδιαστος
—
μασητηριος
—
παροπλισμός
—
ψωνιστής
—
αύξων
—
ρέμβη
—
μεγαλείο
—
καρδέλι
—
μαχαιρένιος
—
στεατίτης
—
ατόφια
—
ξεχειμαδειό
—
αντικοινωνικός
—
πρόσφορο
—
νεφοσκόπιο
—
επίφυτα
—
συναθλητής
—
λατινικός
—
σουβαδίζω
—
τσαγκάρης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве