|
το (чаще мн.ч.) несчастье, бедствие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово несчастье? — δεινό как на (ново)греческом будет слово бедствие? — δεινό как с (ново)греческого переводится слово δεινό? — несчастье, бедствие — φαγεντιανό — μαξιμαλισμός — ακριβούτσικος — πιδεξιότητα — μουζεβίρισσας — οιηματίας — βαθιά — ανθρακοειδής — αυθαίρετος — οργανόγραμμα — ελαφίσιος — αεριοποιούμαι — προστυχάντζα — αμύρωτος — απατίκωτος — βομβοβόλο — οργανοποιείο — Μαγνησία — αισθητά — αβγοδάρτης — εορτασμός |
|||