Новогреческий словарь
παννάδα
παννάδα
η
веснушка
;
===
~ έχεις στά μάτια σου; — [phrase]ну что ты, слепой(__,__) что ли?[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
веснушка
? —
παννάδα
как с
(ново)греческого
переводится слово
παννάδα
? — веснушка
#
(ново)греческий словарь
—
κλητική
—
διαδρομώ
—
σεφέρι
—
ντοματομπελτές
—
παντρεύομαι
—
σπουδιαίος
—
λιμενεύω
—
καψικόν
—
ματαγίνομαι
—
αναμηρυκασμός
—
πρώιμος
—
βερολινέζικος
—
πατομπούκαλο
—
μανταλωμένος
—
συδυό
—
φορτοεκφορτωτής
—
ορνιθοκλόπος
—
γκαλειουρίζω
—
προθέτω
—
παροχή
—
σκληροπυρηνικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве