|
το чайник (заварной) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чайник? — τσαγιερό как с (ново)греческого переводится слово τσαγιερό? — чайник — μεσιακάρικος — αλωνιάτικος — εφοδραργύρωση — διευκρινιστικός — κοσμογραφίκος — μεγαλόδωρος — αλλιώτικα — έννοια — κρεουργώ — χρυσώνω — εγχωριάζω — αηδονολάλημα — πενιχρότητα — ντούζικο — καβούρι — ψυχωτικός — κεκλεισμένους — φράκτης — βασανίζω — λουμπαρδιάρης — μέγεθος |
|||