Новогреческий словарь
συρματουργικός
συρματουργικός
волочильный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
волочильный
? —
συρματουργικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
συρματουργικός
? — волочильный
#
(ново)греческий словарь
—
ζόρι
—
ημεραλωπία
—
κουκλί
—
χαντζάρας
—
καγκελλαρία
—
κρεατοσάνιδα
—
ισραηλίτης
—
φαλαινοειδής
—
αρχιμάστορας
—
εκών
—
επιβατικό
—
ερτσιανά
—
αναμαζώνω
—
αρνακιά
—
γεννολόγι
—
εθνότητα
—
υδροδείκτης
—
ανατολίτικος
—
υποτιτλίζω
—
φωτοσφαίρα
—
αρματωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве