Новогреческий словарь
αναγλυτσάζω
αναγλυτσάζω
раскиснуть
;
αναγλύτσασε ο δρόμος από τή βροχή — дорога раскисла от дождя
;
αναγλύτσασε τό ζυμάρι — тесто раскисло
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
раскиснуть
? —
αναγλυτσάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναγλυτσάζω
? — раскиснуть
#
(ново)греческий словарь
—
μοτοσυκλετικός
—
χυδαιολόγος
—
χυλοποίηση
—
ξυλέμπορος
—
βιτούμιον
—
ξάργου
—
συνοφρυωμένος
—
καθεύδω
—
καρυδόπιτα
—
ανεπιφύλακτα
—
προσβληθείς
—
ακοσμία
—
ανάβροχος
—
σπάσιμο
—
Ψαθάδες
—
αρκτόμυς
—
ρωγμώδης
—
γλυκολάλητος
—
σφήνωσις
—
χαλκομανία
—
μικροψυχία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве