Новогреческий словарь
μασχαλίζω
μασχαλίζω
мор. :
~ άγκυρα — закреплять якорь на борту судна
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μασχαλίζω
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τήβεννος
—
μαρασμώδης
—
βαμβακομέταξος
—
διήθημα
—
ικανοποιώ
—
μυταρού
—
τριοξείδιο
—
χαίρε
—
ψηλοτάκουνος
—
ακριδοπαθής
—
στενόμακρος
—
αποθηκοφύλαξ
—
ντροπή
—
ασέλλωτος
—
θερμομέτρηση
—
γεφυροθοποιός
—
σκαρλάτος
—
τουρκικά
—
λιγώνομαι
—
λωποδύταρος
—
απερήφανος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве