|
η овод; слепень #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово овод? — αλογόμυγα как на (ново)греческом будет слово слепень? — αλογόμυγα как с (ново)греческого переводится слово αλογόμυγα? — овод, слепень — άψογα — εύηχος — μαλακισμένος — καταπιεστικά — συμπληρώνω — ασφαλώς — στεκάμενος — αρχαιότερος — συμπλέω — στυφά — εβενουργία — μαθός — πρωτοπορεία — καταλώ — οινοβάρελλο — αγιάζω — βρεκτός — ευεξάλειπτος — επαναστρέψιμος — επιδετικός — αναδεικνύω |
|||