Новогреческий словарь
κατατάζομαι
κατατάζομαι
зачисляться, вступать
;
~ομαι στό στρατό — поступить на военную службу
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
зачисляться
? —
κατατάζομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
вступать
? —
κατατάζομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατατάζομαι
? — зачисляться, вступать
#
(ново)греческий словарь
—
ηλιογράφος
—
άχνουδος
—
στομάχιασμα
—
ρήον
—
αλατοχημεία
—
κακοζώητος
—
ξέσκεπος
—
αεροδρομικός
—
επιδερμοφοτία
—
εξολόθρεμα
—
πανιερότης
—
καλοθωρώ
—
αψώμωτος
—
αργυροκρυστάλλινος
—
διεκδικητής
—
παζαριάτικος
—
εγκαινιάζω
—
μακρομούτσουνος
—
εγκαλλωπίζομαι
—
αναψοκοκκινίζω
—
κηφήνας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве