|
το брокколи (один из сортов капусты) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово брокколи? — μπρόκκολο как с (ново)греческого переводится слово μπρόκκολο? — брокколи — κλυδώνισμα — οινοβαφής — γομπιασμένος — υδρόμετρο — ντροπαλά — εγκλείστρα — πολυτελής — γκεζερζω — γαλάρι — οπόταν — κινούμενος — ρεγουλάρισμα — ντροπή — βαδισμός — δεκάρχης — φωτογράφιση — μολαταύτα — λαθραία — ξεφτώ — λελούδι — ανιπτος |
|||