Новогреческий словарь
συρίγγιο
συρίγγιο
το мед.
свищ, фистула
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
свищ
? —
συρίγγιο
как на
(ново)греческом
будет слово
фистула
? —
συρίγγιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
συρίγγιο
? — свищ, фистула
#
(ново)греческий словарь
—
διασπαράττω
—
αθυρματοπωλείο
—
αλμυρόγεως
—
λιθοξοϊκός
—
διάρρηξη
—
απειροελάχιστος
—
κρυσταλλωμένος
—
διαδρομέας
—
ψυχραίνω
—
ανθυποπλοίαρχος
—
πριόνισις
—
φτουρώ
—
τσιμούχα
—
κατούρλιό
—
κοσμοπλημμύρα
—
μεταδοτικός
—
χολαγωγός
—
σύνθλιψη
—
αποστενεύω
—
αρθρίτης
—
εμβολοειδής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве