Новогреческий словарь
καλάνδαι
καλάνδαι
αι
календы
;
===
παραπέμπω εις τάς ελληνικός ~ας — откладывать до греческих календ, откладывать в долгий ящик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
календы
? —
καλάνδαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
καλάνδαι
? — календы
#
(ново)греческий словарь
—
ελεφαντοστό
—
αυτοκινούμενος
—
έναυσμα
—
ξέσμα
—
αλτρουιστικός
—
άπληστος
—
υδρωπισμός
—
στραβικός
—
επισημοποίηση
—
ξαναγκάζομαι
—
γλέφαρο
—
ακανθόφυλλος
—
δυσάρεστα
—
αχεραποθήκη
—
πεσιμίστρια
—
υπερωριμάζω
—
ακτίς
—
ανέγκλητος
—
αμφιβάλλω
—
απομπάμπακο
—
ανοιχτήρι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве