Новогреческий словарь
πραξικοπηματικά
πραξικοπηματικά
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πραξικοπηματικά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ασάλπιστος
—
φροντίδα
—
αλατόνερο
—
χεριάζω
—
αντεπιτίθεμαι
—
Καναδέζος
—
κηλιδωμένος
—
βαθύαλος
—
πιάνο
—
εύανδρος
—
ομοίωμα
—
κιτρινίλα
—
προβλεπτικός
—
αρακάς
—
παρακόρη
—
υπογράφω
—
ρηγόπουλο
—
οδοντοκοίλωμα
—
ξενύχτισσα
—
κατάνευση
—
μαγκόπαιδο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве