|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πραξικοπηματικά? — — κεφαλιά — συμμορίτισσα — προκινδυνεύω — Φεβρουάριος — στεάτωμα — ενθρονισμός — αλληλεπιδρώ — ανηλικιότητα — οινοπνευματίασις — ωόπ! — λυκειόπαιδο — επιδρομή — ηλεκτροτεχνικός — εκκριματοφόρος — γλωσσολογία — μελισσοτροφείο — σέρτης — στραβολέκα — επίγεισον — νοσηρά — αγγειοσυσταλτικός |
|||