Новогреческий словарь
εξουδετερωτικός
εξουδετερωτικός
прям., перен.
нейтрализующий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нейтрализующий
? —
εξουδετερωτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξουδετερωτικός
? — нейтрализующий
#
(ново)греческий словарь
—
μυροβόλος
—
αλείφω
—
κατσάβραχα
—
ιερολογία
—
νηστεύτρια
—
αεροθεραπευτήριον
—
ποιμαίνω
—
μελοδραματισμός
—
Αργεντινέζα
—
οδηγός
—
μεγαέργιο
—
ακτινογραφία
—
ορνιθοπωλείο
—
μπρίο
—
γαγγραινικός
—
κλειδοκυμβαλιστής
—
αγογγυσιά
—
λαστιχένιος
—
τετραημερία
—
διασκευάζω
—
ανοχύρωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве