|
лысый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лысый? — καραφλός как с (ново)греческого переводится слово καραφλός? — лысый — θεογονία — ανοητεύω — φουσκομάγουλος — θηλυγονία — κολυμβώ — φουσκίζω — ρικνός — συγχώνεμα — γειτονόπούλα — ιχθυοκαλλιεργητής — ξεβίδωμα — επιμερίζω — φαλκιδεύω — θά — ανάβαση — χειρομάλαξη — καγκελλωτός — εγχείρηση — αβδελλωκόκκαλο — ξενοφιλεύω — αρτοκλασία |
|||