Новогреческий словарь
φυτοφαγικός
φυτοφαγικός
1)
травоядный
;
2)
вегетарианский
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
травоядный
? —
φυτοφαγικός
как на
(ново)греческом
будет слово
вегетарианский
? —
φυτοφαγικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
φυτοφαγικός
? — травоядный, вегетарианский
#
(ново)греческий словарь
—
αμάργαρος
—
πασσαλείβω
—
παστίτσιο
—
μεταμελημένος
—
χειρόγραφος
—
κυματισμός
—
πρωτοχρονιάτικος
—
εργοδότης
—
εξαχρείωση
—
αντιπροεδρεία
—
υποδηματοκαθαριστήριο
—
εμπνευσμένος
—
αδιαποίκιλτος
—
πετρώνω
—
παράμερα
—
ξαναγύρισμα
—
κατσιποδιάζω
—
γουμπρί
—
εγχειριστικός
—
ελλείπω
—
βυσσινύ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве