|
η 1) вместительность; 2) восприимчивость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вместительность? — δεκτικότητα как на (ново)греческом будет слово восприимчивость? — δεκτικότητα как с (ново)греческого переводится слово δεκτικότητα? — вместительность, восприимчивость — εφημεριδούλα — συνταιριάζω — βάσκανιος — ξεσκολισμένος — φρεσκοκατεψυγμένος — τέφρα — μολυβοκοντυλιά — υποκίνηση — μονοπόρτι — εκσκωρίαση — χρηματολάτρης — αστραποβροντώ — ασβεστούχος — κορνιζώνω — πλαναισθησία — ζουφώνω — ελικοπτεροφόρο — κατοικίδιος — παραδομένος — νεκρωτικός — ταλαντώ |
|||