|
το ореховое масло #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ореховое масло? — λεπτοκαρυέλαιον как с (ново)греческого переводится слово λεπτοκαρυέλαιον? — ореховое масло — πολυβασανισμένος — παφλάζων — νιτρόφιλος — ημιαποικία — κούφωμα — επιτροχάδην — τοπωνυμικό — χιλιόχρονος — τριγωνικός — κεφαλοπονώ — απαράλλαχτος — αραιοκατοικημένος — επιλέξιμος — καρπός — δάνειος — φάγουσα — γνωμοδότης — ενδεχόμενος — ρούμι — αντεπιχείρημα — μάρκα |
|||