Новогреческий словарь
πολεμίζω
πολεμίζω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πολεμίζω
? —
#
(ново)греческий словарь
—
άπαυτος
—
προσθήκη
—
ταπητοστρώνω
—
τραβηγμένος
—
μωρέ
—
αδιάφθορο
—
νεκρόσυλος
—
αναπείθω
—
θυσιαστής
—
οφθαλμοφανής
—
στάλαγμα
—
κακονυχτάω
—
ονειρικός
—
αναγομώνω
—
αργοπορημένος
—
ευκαιρία
—
ελυμα
—
δάρμα
—
εξέταστρα
—
στραβοκύτταγμα
—
πορνοστάσιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве