Новогреческий словарь
αλυσοκλείνω
αλυσοκλείνω
(αόρ. αλυσόκλεισα)
закрывать на цепочку
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
закрывать на цепочку
? —
αλυσοκλείνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλυσοκλείνω
? — закрывать на цепочку
#
(ново)греческий словарь
—
μεταποιητικός
—
ξαναγάπησαν
—
γκριζωπός
—
ματαιόσχολος
—
απόκρυφο
—
ακαρτερησία
—
σπούργιτας
—
νυκτοφυλακή
—
υπονοώ
—
καλολογικός
—
φυτό
—
γαργάρισμα
—
κοκεταρία
—
λιπασμός
—
κοπτήρας
—
σπειροχαίτη
—
κυπαρισσώνας
—
καρραγωγέας
—
αγαλμάτιο
—
φύλλο
—
φλεβαριάτικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве