|
ο уст. 1) сержант; 2) грубиян #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сержант? — τσαούσης как на (ново)греческом будет слово грубиян? — τσαούσης как с (ново)греческого переводится слово τσαούσης? — сержант, грубиян — ελλειψόγραφος — χρεωλυσία — Ιρλανδέζα — αποσπερνός — οδοντίνη — κρύπτη — σαράφης — επιτείχιση — συνωθώ — οινοπαραγωγός — τυπωτικός — προδιάθεση — αδιακόνητος — βουρκονέρι — απροξένεφτος — άσημος — παλαμάρι — παραταξιακός — αμαθής — επόχθιον — αθρόος |
|||