|
ο иконоборец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово иконоборец? — εικονοκλάστης как с (ново)греческого переводится слово εικονοκλάστης? — иконоборец — ισλαμισμός — αερομαχώ — δρεπάνι — χαλυβοποιώ — ριζοβόληση — τιμιότητα — κοιλέντερα — μολυσματικός — πλατέως — δικαιωμένος — ώ — ατροποποίητος — μαννάρα — ξενοκοιμάμαι — πετρελαιοφόρο — ζαβλακώνω — κρατικοποιούμαι — ηλιόφεγγο — γαλανότητα — αρμενοβελόνα — είτε |
|||