Новогреческий словарь
κρεολικός
κρεολικός
креольский
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
креольский
? —
κρεολικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
κρεολικός
? — креольский
#
(ново)греческий словарь
—
βαμβακοπαραγωγή
—
γλωσσοτρώγω
—
ψευδομάχη
—
υδαρότητα
—
φρεσκογυαλισμένος
—
μάτισμα
—
μεροδουλευτής
—
ασαρκίο
—
παλιόσκυλο
—
γίγας
—
γαλατομπούρικο
—
βομβαρδίζω
—
εποχεύς
—
χολοκυστεκτομία
—
ωτοσκόπιο
—
ουρανικός
—
εκτυλίσσω
—
συνεταιριστικοποίηση
—
βακτηριοφάγος
—
διασκεπτικός
—
ψαροντούφεκο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве