|
η раствор (известковый, цементный и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово раствор? — αμμοκονία как с (ново)греческого переводится слово αμμοκονία? — раствор — αντέφεσις — καλόγερος — σουρομαλλιάζομαι — νεροκουβαλήτρα — πυρογραφω — τυφλόμυιγα — ισοσύλλαβος — οβελίζω — αφίλιωτος — εμβαδόν — ανευλάβεια — κοντοφθαλμία — σανίδας — γινατσάρικα — κακοαναθρεμμένος — γαμπρούλης — μακραίνω — έρημος — διέγερση — αναδώνω — οινοφιλία |
|||