|
η девочка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово девочка? — παιδούλα как с (ново)греческого переводится слово παιδούλα? — девочка — σούρωμα — ζωηρότητα — περβάζι — ξηροκαλλιέργεια — αλλοτριότητα — τριλογία — σπινθηρισμός — βομβυκοτρόφος — ποσπατευτός — καλλιεργητής — βρονζα — γοργοσβησμένος — βυζαντινολογία — αϋπνία — ξεκουράζομαι — τορπιλλισμός — πλατύστομος — διαταράττω — νυχτομάτης — γκολφ — βαφικός |
|||