Новогреческий словарь
πειθαρχικά
πειθαρχικά
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πειθαρχικά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
έναντι
—
υπερακουστικός
—
γύρεψη
—
προδικαστικός
—
βιοπαλαίστρια
—
μούργος
—
βιταλισμός
—
απεριτοίχιστος
—
βαφτιστικό
—
οδοντωτός
—
κοινοβιακός
—
ανακαθίζω
—
σιτάλευρο
—
καζάνας
—
εδυνήθηην
—
ασημοκλαίω
—
μαρτυρικός
—
γοργοβασιλεύω
—
ξυλογράφος
—
τεχνολόγος
—
δειγματοληπτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве