|
ο бот., анат. луковица; ~ τής τριχός — луковица волоса; ~ τού οφθαλμού — глазное яблоко #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово луковица? — βολβός как с (ново)греческого переводится слово βολβός? — луковица — μολυβδόχρους — ταροχή — ξαναρχιζω — αρκτόδερμα — ιππεύς — προϊστάμενος — ναυαγός — μοσχοπέπονο — ανόργανη — πηρός — καλοκουβεντιάζω — τεκταίνομαι — αψέκαστος — τουλουμιάζω — δυνάστης — σουσουμιάζω — ναυλομεσίτρια — ερωτάρικος — πλέγμα — αποφώλι — ψυχαναλύτρια |
|||