|
(-εως) η биол. метагенез #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово метагенез? — μεταγένεσις как с (ново)греческого переводится слово μεταγένεσις? — метагенез — βυρσοδεψεική — παντελονάκι — απαρχαιωνούμαι — μεταξύλημα — αχειρίδωτος — χειμερινός — ενοχή — αξιοκατηγόρητος — ασελγώ — θερμοφωταύγεια — τηγανίτα — παρατηρητήριο — μετωνυμία — ντρέπομαι — δαιμονισμός — καπνοσυλλέκτης — ραδιόλα — αιτιότητα — αυτοάμυνα — έκβλητος — ερράθην |
|||